απορρυπαντικός

απορρυπαντικός
-ή, -ό
αυτός που συντελεί στην απορρύπανση: Τα απορρυπαντικά παρασκευάσματα διευκόλυναν πολύ τη νοικοκυρά· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα απορρυπαντικά οι διάφορες ουσίες που χρησιμεύουν στην απορρύπανση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απορρυπαντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση ή συντελεί στην απορρύπανση 2. το ουδ. ως ουσ. τα απορρυπαντικά χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό διαφόρων σωμάτων σε συνδυασμό με ένα υγρό, συνήθως το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορρυπαίνω. Απόδοση στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”