- απορρυπαντικός
- -ή, -όαυτός που συντελεί στην απορρύπανση: Τα απορρυπαντικά παρασκευάσματα διευκόλυναν πολύ τη νοικοκυρά· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα απορρυπαντικά οι διάφορες ουσίες που χρησιμεύουν στην απορρύπανση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.